υποβαθμίζω — υποβαθμίζω, υποβάθμισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υποβαθμίζω — υποβιβάζω, θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από ένα παραδεκτό όριο. Ουσ. υποβάθμιση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναβαθμίζω — 1. ανεβάζω τη στάθμη, το επίπεδο 2. εξυψώνω, βελτιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεολογισμός τών τελευταίων ετών που πλάστηκε ως αντίθετο τού υποβαθμίζω από το ουσ. αναβάθμιση* κατά το σχήμα υποβαθμίζω υποβάθμιση, διαβαθμίζω διαβάθμιση] … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
υποβάθμιση — η, Ν [υποβαθμίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποβαθμίζω (α. «υποβάθμιση τής σημασίας τών δημοτικών εκλογών» β. «συνεχής υποβάθμιση τών καλλιεργούμενων εδαφών» γ. «η περαιτέρω υποβάθμιση τού περιβάλλοντος ισοδυναμεί με καταστροφή») 2. φρ … Dictionary of Greek
παραχαράσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραχαράττω Α, παραχαράζω Ν μτφ. διαστρέφω, παραποιώ (α. «θεῑον δόγμα παραχαράττειν», Συνέσ. β. «παραχάραξε την αλήθεια») νεοελλ. απομιμούμαι ένα χάραγμα με σκοπό την απάτη και ιδίως κατασκευάζω ψεύτικα, κίβδηλα νομίσματα, είμαι… … Dictionary of Greek
αναβαθμίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. βελτιώνω τις κακές συνθήκες στο φυσικό ή το κοινωνικό περιβάλλον. 2. προάγω κάποιον (αντίθ. υποβαθμίζω). Ουσ. αναβάθμιση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)